- στεφανιαίος
- -α, -ο / στεφανιαίος, -αία, -ον, ΝΜΑαυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνινεοελλ.φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια»ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών τού μυοκαρδίου, οφειλόμενη κυρίως σε στένωση τών στεφανιαίων, αλλά και σε άλλες αιτίες μείωσης τής αιμάτωσης όπως είναι το σοκ, οι βαλβιδικές παθήσεις τής καρδιάς, οι διαταραχές τού καρδιακού ρυθμού, η αναιμία, η υποξυγοναιμία, ο υπερθυρεοειδισμός κ.ά.β) «οξεία στεφανιαία ανεπάρκεια»ιατρ. στεφανιαία ανεπάρκεια που εκδηλώνεται με τη συμπτωματολογία τής στηθάγχης ή τού εμφράγματος τού μυοκαρδίουγ) «χρόνια στεφανιαία ανεπάρκεια»ιατρ. στεφανιαία ανεπάρκεια που εκδηλώνεται ως καρδιακή ανεπάρκειαδ) «στεφανιαία νόσος»ιατρ. γενικός όρος που περιλαμβάνει έναν αριθμό ανεξάρτητων συνδρόμων όπως είναι η στηθάγχη, το έμφραγμα τού μυοκαρδίου και ο αιφνίδιος θάνατος, αλλ. ισχαιμική νόσος τής καρδιάςε) «στεφανιαία ραφή»ανατ. ραφή μεταξύ μετωπιαίου και βρεγματικών οστών τού κρανίουστ) «στεφανιαίες αρτηρίες»ανατ. οι δύο τροφοφόρες αρτηρίες τής καρδιάς, κλάδοι τής αορτής που περιβάλλουν την καρδιά σαν στεφάνη και εκφύονται επάνω από τις μηνοειδείς βαλβίδες τού αορτικού στομίουζ) «στεφανιαία αγγεία»ιατρ. οι στεφανιαίες αρτηρίες και οι κύριοι κλάδοι τουςη) «στεφανιαίος κόλπος»ανατ. λυκηθοειδώς ανευρυσμένο φλεβικό στέλεχος στο οπίσθιο καρδιακό τοίχωμα, το οποίο συγκεντρώνει το αίμα τών καρδιακών φλεβών, εκτός τών μικρών, και εκβάλλει στον δεξιό κόλπο μεταξύ εκβολής τής κάτω κοίλης φλέβας και τού δεξιού κολποκοιλιακού στομίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.